προικῴων — προικῷος fem gen pl προικῷος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικῴοις — προικῷος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικῴου — προικῷος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικῴα — προικῴᾱ , προικῷος fem nom/voc/acc dual προικῴᾱ , προικῷος fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίκειος — ον, Α [προίξ, κός] ο σχετικός με την προίκα, προικώος … Dictionary of Greek
προικίδιος — ία, ον, Α προικώος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + επίθημα ίδιος (πρβλ. νυμφ ίδιος)] … Dictionary of Greek
προικιάτικος — η, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα, προικώος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. νυφ ιάτικος)] … Dictionary of Greek
προικιμαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που προσφέρεται δωρεάν 2. ο σχετικός με την προίκα, προικώος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. κλοπ ιμαῖος)] … Dictionary of Greek