προικώος

προικώος
-α, -ο / προικῷος, -ῴα, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση
νεοελλ.
φρ. «προικώο σύμφωνο» — το προικοσύμφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + κατάλ. -ῷος (πρβλ. πατρ-ῷος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προικῴων — προικῷος fem gen pl προικῷος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προικῴοις — προικῷος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προικῴου — προικῷος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προικῴα — προικῴᾱ , προικῷος fem nom/voc/acc dual προικῴᾱ , προικῷος fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προίκειος — ον, Α [προίξ, κός] ο σχετικός με την προίκα, προικώος …   Dictionary of Greek

  • προικίδιος — ία, ον, Α προικώος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + επίθημα ίδιος (πρβλ. νυμφ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • προικιάτικος — η, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα, προικώος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. νυφ ιάτικος)] …   Dictionary of Greek

  • προικιμαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που προσφέρεται δωρεάν 2. ο σχετικός με την προίκα, προικώος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. κλοπ ιμαῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”